Η οστική πυκνότητα είναι ένας κρίσιμος δείκτης της υγείας των οστών και η μέτρησή της βοηθά στον εντοπισμό προβλημάτων όπως η οστεοπενία και η οστεοπόρωση, προτού αυτά οδηγήσουν σε κατάγματα. Αν και δεν χρειάζονται όλοι οι άνθρωποι τακτικά αυτή την εξέταση, υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου η μέτρηση οστικής πυκνότητας είναι απολύτως απαραίτητη. Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να αποτρέψει σοβαρές επιπλοκές, ιδιαίτερα σε άτομα υψηλού κινδύνου.
Τι είναι η εξέταση οστικής πυκνότητας
Η εξέταση οστικής πυκνότητας (ή μέτρηση BMD – Bone Mineral Density) είναι μια απλή, ανώδυνη και γρήγορη διαγνωστική μέθοδος που μετρά την ποσότητα του ασβεστίου και άλλων μετάλλων στα οστά.
Πώς γίνεται
Η πιο συχνή μέθοδος είναι η εξέταση DXA (ή DEXA), που χρησιμοποιεί χαμηλής δόσης ακτινοβολία για να μετρήσει την πυκνότητα των οστών, κυρίως στη σπονδυλική στήλη, τα ισχία και κάποιες φορές στο αντιβράχιο.
Πότε ενδείκνυται η εξέταση
Υπάρχουν ορισμένες ομάδες ατόμων και καταστάσεις υγείας που αυξάνουν τον κίνδυνο απώλειας οστικής πυκνότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εξέταση θεωρείται απαραίτητη.
Άτομα άνω των 65 ετών
- Στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, ο κίνδυνος οστεοπόρωσης αυξάνεται σημαντικά.
- Οι άνδρες άνω των 70 ετών διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο.
Άτομα με ιστορικό καταγμάτων
- Εάν έχετε υποστεί κάταγμα χωρίς σοβαρό τραυματισμό (χαμηλής ενέργειας κάταγμα), αυτό μπορεί να είναι ένδειξη εξασθενημένων οστών.
Χρήση κορτικοστεροειδών για μεγάλο διάστημα
- Φάρμακα όπως η πρεδνιζολόνη, όταν λαμβάνονται για διάστημα μεγαλύτερο των 3 μηνών, μειώνουν την οστική πυκνότητα.
Παθήσεις που σχετίζονται με απώλεια οστικής μάζας
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Θυρεοειδοπάθειες (π.χ. υπερθυρεοειδισμός)
- Γαστρεντερικές παθήσεις όπως κοιλιοκάκη ή φλεγμονώδης νόσος του εντέρου
- Νεφρική ανεπάρκεια
Χαμηλό σωματικό βάρος ή διαταραχές διατροφής
- Άτομα με χαμηλό ΔΜΣ (<19) ή ιστορικό ανορεξίας/βουλιμίας διατρέχουν υψηλό κίνδυνο απώλειας οστικής μάζας.
Εμμηνόπαυση πριν τα 45
- Η πρόωρη διακοπή της παραγωγής οιστρογόνων σχετίζεται με ταχύτερη απώλεια οστικής πυκνότητας.
Οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης
- Αν συγγενείς πρώτου βαθμού (μητέρα, αδελφή) έχουν διαγνωστεί με οστεοπόρωση ή έχουν υποστεί κάταγμα ισχίου.
Έλλειψη σωματικής δραστηριότητας και καθιστική ζωή
- Η άσκηση, κυρίως οι δραστηριότητες με βάρος (π.χ. περπάτημα, τρέξιμο), ενισχύει την υγεία των οστών.
Πόσο συχνά πρέπει να γίνεται
Η συχνότητα της εξέτασης εξαρτάται από τα αποτελέσματα της αρχικής μέτρησης και άλλους παράγοντες κινδύνου:
- Κανονική οστική πυκνότητα: επανεξέταση κάθε 5-10 χρόνια
- Οστεοπενία: επανεξέταση κάθε 2-5 χρόνια
- Οστεοπόρωση ή ιστορικό κατάγματος: επανεξέταση κάθε 1-2 χρόνια
- Άτομα υπό θεραπεία για οστεοπόρωση: παρακολούθηση για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας κάθε 1-2 χρόνια
Τι σημαίνουν τα αποτελέσματα της εξέτασης
Η μέτρηση δίνεται με τη μορφή T-score:
- T-score ≥ -1: φυσιολογική οστική πυκνότητα
- T-score μεταξύ -1 και -2.5: οστεοπενία (μέτρια απώλεια οστικής μάζας)
- T-score ≤ -2.5: οστεοπόρωση
Η αξιολόγηση γίνεται σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες κινδύνου για κατάγματα.
Ποια είναι τα οφέλη της έγκαιρης εξέτασης
Η πρώιμη ανίχνευση προβλημάτων στην οστική πυκνότητα μπορεί να:
- Προλάβει κατάγματα
- Οδηγήσει σε προληπτική ή θεραπευτική παρέμβαση
- Καθορίσει την ανάγκη για φαρμακευτική αγωγή ή αλλαγή στον τρόπο ζωής
- Ενισχύσει την υιοθέτηση προστατευτικών συνηθειών (διατροφή, άσκηση, διακοπή καπνίσματος)
Με λίγα λόγια
Η εξέταση οστικής πυκνότητας δεν αφορά μόνο τους ηλικιωμένους ή όσους έχουν ήδη προβλήματα. Είναι ένα εργαλείο πρόληψης που, όταν χρησιμοποιείται σωστά, προστατεύει τη μακροπρόθεσμη υγεία των οστών. Αν ανήκετε σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες ή έχετε αμφιβολίες, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας για το αν πρέπει να την κάνετε.